ἀστυνόμιον: Difference between revisions
From LSJ
πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone
(6) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀστυνόμιον]], το (Α) [[αστυνόμος]]<br />το [[κτήριο]] στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι. | |mltxt=[[ἀστυνόμιον]], το (Α) [[αστυνόμος]]<br />το [[κτήριο]] στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀστῠνόμιον:''' τό астиномий, городская управа Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A the court of the ἀστυνόμοι, Pl.Lg.918a.
German (Pape)
[Seite 379] τό, der Versammlungsort, Gerichtshof der Astynomen, Plat. Legg. XI, 918 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠνόμιον: τὸ, ὁ τόπος ἐν ᾧ συνηδρίαζον ἢ ἐκδίκαζον οἱ ἀστυνόμοι, Πλάτ. Νόμ. 918Α.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lugar de reuniones de los astínomosεἰς ἀστυνόμιον θέντων ἐν στήλῃ τὰ ... νόμιμα Pl.Lg.918a.
Greek Monolingual
ἀστυνόμιον, το (Α) αστυνόμος
το κτήριο στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῠνόμιον: τό астиномий, городская управа Plat.