ἀστυνόμιον
From LSJ
οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home
English (LSJ)
τό, the court of the ἀστυνόμοι, Pl.Lg.918a.
Spanish (DGE)
-ου, τό
lugar de reuniones de los astínomos εἰς ἀστυνόμιον θέντων ἐν στήλῃ τὰ ... νόμιμα Pl.Lg.918a.
German (Pape)
[Seite 379] τό, der Versammlungsort, Gerichtshof der Astynomen, Plat. Legg. XI, 918 a.
Russian (Dvoretsky)
ἀστῠνόμιον: τό астиномий, городская управа Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠνόμιον: τὸ, ὁ τόπος ἐν ᾧ συνηδρίαζον ἢ ἐκδίκαζον οἱ ἀστυνόμοι, Πλάτ. Νόμ. 918Α.
Greek Monolingual
ἀστυνόμιον, το (Α) αστυνόμος
το κτήριο στο οποίο συνεδριάζουν οι αστυνόμοι.