ἀπόλουσις: Difference between revisions
From LSJ
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
(5) |
(1) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπόλουσις]], η (AM) [[απολούω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λουτρό]] στο οποίο υποβάλλονταν οι χριστιανοί [[επτά]] ημέρες [[μετά]] το [[βάπτισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλύση]] του σώματος. | |mltxt=[[ἀπόλουσις]], η (AM) [[απολούω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λουτρό]] στο οποίο υποβάλλονταν οι χριστιανοί [[επτά]] ημέρες [[μετά]] το [[βάπτισμα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πλύση]] του σώματος. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπόλουσις:''' εως ἡ смывание, омовение Plat. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:24, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A ablution, Pl.Cra.405b, Sor.1.83.
German (Pape)
[Seite 313] ἡ, das Abwaschen, Plat. Crat. 405 b.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόλουσις: -εως, ἡ, τὸ ἀπολούειν, Πλάτ. Κρατ. 405Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 118: ― ὡσαύτως -λουσμός, ὁ, Θεοδώρητ. τ. 2, σ. 401.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ ablución Pl.Cra.405b, Sor.60.29.
Greek Monolingual
ἀπόλουσις, η (AM) απολούω
μσν.
λουτρό στο οποίο υποβάλλονταν οι χριστιανοί επτά ημέρες μετά το βάπτισμα
αρχ.
πλύση του σώματος.
Russian (Dvoretsky)
ἀπόλουσις: εως ἡ смывание, омовение Plat.