ἀφροφυής: Difference between revisions
From LSJ
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀφροφυής:''' -ές ([[φύω]]), αυτός που παράγει αφρούς, σε Ανθ. | |lsmtext='''ἀφροφυής:''' -ές ([[φύω]]), αυτός που παράγει αφρούς, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀφροφυής:''' похожий на пену или дающий пену (θριδάκων πέταλα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A foamy, of a lettuce, from its milky juice, AP9.412 (Phld.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀφροφυής: -ές, ὁ παράγων ἀφρόν, ἐπὶ τῶν θριδάκων (μαρουλίων) ἕνεκα τοῦ γαλακτώδους αὐτῶν ὀποῦ, (ὡς τὸ Λατ. lactusa ἐκ τοῦ lac), Ἀνθ. Π. 9. 412.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
d’une nature écumeuse, càd laiteuse en parl. d’une sorte de laitue.
Étymologie: ἀφρός, φύω.
Spanish (DGE)
-ές
que produce espuma, jugoso del jugo lechoso de las hojas de una lechuga θριδάκων ... ἀφροφυῆ πέταλα AP 9.412 (Phld.).
Greek Monotonic
ἀφροφυής: -ές (φύω), αυτός που παράγει αφρούς, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφροφυής: похожий на пену или дающий пену (θριδάκων πέταλα Anth.).