ἀτρεμαῖος: Difference between revisions
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτρεμαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἀτρεμής]], σε Ευρ. | |lsmtext='''ἀτρεμαῖος:''' -α, -ον, ποιητ. αντί [[ἀτρεμής]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτρεμαῖος:''' Eur., Plut. = [[ἀτρεμής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:36, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον (ος, ον E.Or.147 (lyr.)),
A = ἀτρεμής, βοά a whisper, l.c.: neut. pl.as Adv., Id.HF1053 (lyr.); regul.Adv.-αίως Call.Iamb. 1.241; οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15, cf. J.AJ15.7.5.
German (Pape)
[Seite 388] α, ον, ruhig, leise, βοά Eur. Or. 147; Phoen. 182; auch Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀτρεμής· ἀτρ. βοά, ψιθυρισμός, Εὐρ. Ὀρ. 147· οὐκ ἀτρεμαῖοι Ἱππ. 309. 9· ― ἀτρεμαιότης, ητος, ἡ, ὁ αὐτ. 28. 33.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
qui ne tremble pas, immobile, calme.
Étymologie: ἀ, τρέμω.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον E.Or.147]
I 1inmóvil, tranquilo οἱ μὲν ὑπὸ φλέγματος μαινόμενοι ἥσυχοί τέ εἰσι ... οἱ δὲ ὑπὸ χολὴν ... οὐκ ἀτρεμαῖοι Hp.Morb.Sacr.15.2, ἀτρεμαίῳ καταστήματι ... πρὸς τὸν θάνατον ἀπῄει I.AI 15.236
•fig. poco estimulante, falto de interés τὸ γὰρ ... ἐξανιστὰν ἡμᾶς ἐπὶ πράξεις καὶ λόγους οὐ μικρὸν οὐδ' ἀτρεμαῖόν ἐστιν Plu.2.722f.
2 ligero, suave ὡς ἀτρεμαῖα κέντρα καὶ σώφρονα πώλοις μεταφέρων ἰθύνει E.Ph.177, ἀτρεμαῖον ... φέρω βοάν E.l.c.
•neutr. plu. adv. en voz baja οὐκ ἀτρεμαῖα θρῆνον αἰάζετ', ὦ γέροντες; E.HF 1054.
II adv. -ως suavemente τὴν δ' ἀπήλλαξε μάλ' ἀ. ἡ τεκοῦσα τὸ χρῖμα Call.Fr.194.45.
Greek Monolingual
ἀτρεμαῑος, -α, -ον (Α) ατρεμής
1. ατρεμής
2. (για φωνή) ψιθυριστός.
Greek Monotonic
ἀτρεμαῖος: -α, -ον, ποιητ. αντί ἀτρεμής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀτρεμαῖος: Eur., Plut. = ἀτρεμής.