βαρυντικός: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαρυντικός]], -ή, -όν (Α) [[βαρύνω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έλκει [[κάτι]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Αἰολεῑς βαρυντικοί» — οι Αιολείς είχαν την [[τάση]] να μην τονίζουν στη [[λήγουσα]] [[αλλά]] ν' ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα.
|mltxt=[[βαρυντικός]], -ή, -όν (Α) [[βαρύνω]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που έλκει [[κάτι]] [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Αἰολεῑς βαρυντικοί» — οι Αιολείς είχαν την [[τάση]] να μην τονίζουν στη [[λήγουσα]] [[αλλά]] ν' ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα.
}}
{{elru
|elrutext='''βᾰρυντικός:''' делающий тяжелым, тянущий вниз Arst.
}}
}}

Revision as of 17:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαρυντικός Medium diacritics: βαρυντικός Low diacritics: βαρυντικός Capitals: ΒΑΡΥΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: baryntikós Transliteration B: baryntikos Transliteration C: varyntikos Beta Code: baruntiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A weighing down, Arist.Cael.310a32.    II retracting the accent, Αἰολεῖς EM548.19, AB663.

German (Pape)

[Seite 434] beschwerlich machend, Arist, Coel. 4, 3. Bei den Gramm. heißen so die Aeoler, die die Barytona lieben.

Greek (Liddell-Scott)

βᾰρυντικός: -ή, -όν, ὁ βαρύνων, ἕλκων πρὸς τὰ κάτω, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 3. ΙΙ. ὁ ἀγαπῶν νὰ μεταχειρίζηται τὴν βαρεῖαν, ὡς οἱ Αἰολεῖς, Γραμμ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que produce pesadez, entorpecedor neutr. subst. τὸ βαρυντικόν op. τὸ κουφιστικόν del movimiento, Arist.Cael.310a33.
2 gram. que usa la baritonesis de los eolios EM 548.19, 752.13G., AB 663.21, An.Ox.4.340.8, Et.Gud.581.9S.

Greek Monolingual

βαρυντικός, -ή, -όν (Α) βαρύνω
1. εκείνος που έλκει κάτι προς τα κάτω
2. φρ. «Αἰολεῑς βαρυντικοί» — οι Αιολείς είχαν την τάση να μην τονίζουν στη λήγουσα αλλά ν' ανεβάζουν τον τόνο στην παραλήγουσα.

Russian (Dvoretsky)

βᾰρυντικός: делающий тяжелым, тянущий вниз Arst.