βαυκίδες: Difference between revisions

From LSJ

ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water

Source
(7)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[βαυκίδες]], αι (Α)<br />πολυτελή γυναικεία υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαυκός]], [[χωρίς]] να αποκλείεται μία [[σχέση]] με το [[βαυκαλώ]]].
|mltxt=[[βαυκίδες]], αι (Α)<br />πολυτελή γυναικεία υποδήματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαυκός]], [[χωρίς]] να αποκλείεται μία [[σχέση]] με το [[βαυκαλώ]]].
}}
{{elru
|elrutext='''βαυκίδες:''' αἱ женская обувь Arph.
}}
}}

Revision as of 17:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βαυκίδες Medium diacritics: βαυκίδες Low diacritics: βαυκίδες Capitals: ΒΑΥΚΙΔΕΣ
Transliteration A: baukídes Transliteration B: baukides Transliteration C: vafkides Beta Code: bauki/des

English (LSJ)

αἱ, a kind of

   A woman's shoes, Ar.Fr.342, Alex.98.7, Herod. 7.58.

German (Pape)

[Seite 439] αἱ, eine Art bequemer Weiberschuhe, Alexis bei Ath. XIII, 568 b.

Greek (Liddell-Scott)

βαυκίδες: -αἱ, εἶδος γυναικείων πεδίλων, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 311, Ἄλεξ. Ἰσοστ. 1. 7.

Spanish (DGE)

-ων, αἱ
zapatos de mujer de origen jonio, Ar.Fr.355, Alex.103.7, Herod.7.58, Luc.Lex.10.11, EM 192.17G., Poll.7.94.

• Etimología: Quizá rel. c. βαυκός, βαυκίζω q.uu.

Greek Monolingual

βαυκίδες, αι (Α)
πολυτελή γυναικεία υποδήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαυκός, χωρίς να αποκλείεται μία σχέση με το βαυκαλώ].

Russian (Dvoretsky)

βαυκίδες: αἱ женская обувь Arph.