βαρυόργητος: Difference between revisions
From LSJ
Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust
(3) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρῠόργητος:''' -ον ([[ὀργάω]]), υπερβολικά θυμωμένος, σε Ανθ. | |lsmtext='''βᾰρῠόργητος:''' -ον ([[ὀργάω]]), υπερβολικά θυμωμένος, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρυόργητος:''' сильно разгневанный, гневный ([[Πιερίδες]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A exceeding angry, Πιερίδες AP5.106 (Phld.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρυόργητος: -ον, ὁ βαρέως, σφοδρῶς ὠργισμένος, Ἀνθ. II. 5. 107
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui éprouve une violente colère.
Étymologie: βαρύς, ὀργάω.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠόργητος) -ον que se irrita gravemente Πιερίδες AP 5.107 (Phld.).
Greek Monotonic
βᾰρῠόργητος: -ον (ὀργάω), υπερβολικά θυμωμένος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυόργητος: сильно разгневанный, гневный (Πιερίδες Anth.).