βαρύφθογγος: Difference between revisions
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ᾽ Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
(3) |
(1b) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρύφθογγος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], που βρυχάται ηχηρά, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''βᾰρύφθογγος:''' -ον, αυτός που ηχεί [[δυνατά]], που βρυχάται ηχηρά, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρύφθογγος:''' <b class="num">1)</b> глухо рычащий ([[λέων]] HH) или мычащий ([[βόες]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> низко звучащий, низкого тона ([[νευρά]] Pind.; αὐλοί Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A loud-roaring, λέων h.Ven.159, B.8.9; deep-lowing, of cows, Arist.GA787a33; β. νευρά loud-twanging bowstring, Pi.I.6(5).34; deep-toned, αὐλοί AP6.51.
German (Pape)
[Seite 435] stark, tief tönend, brüllend, λέων H. h. Ven. 160; Nic. Th. 171; νευρά Pind. I. 5, 32; αὐλοί Ep. ad. 174 (VI. 51); τρήρωνες Opp. C. 1, 352.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρύφθογγος: ον,ὁ μεγάλως ἠχῶν ,ἠχηρῶς βρυχώμενος,λέων Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 160· βόες Ἀριστ.π. Ζ.Γ.5.7,13·β. νευρά, ἡ μεγάλως ,ἰσχυρῶς κλάζουσα , κλαγγὴν ἐκφέρουσα, Πίνδ. Ι.6(5) .50.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui produit un bruit sourd, qui gronde sourdement ; retentissant.
Étymologie: βαρύς, φθέγγομαι.
English (Slater)
βᾰρύφθογγος, -ον
1 with deep voice σφετέρας δ' οὐ φείσατο χερσὶν βαρυφθόγγοιο νευρᾶς Ἡρακλέης (I. 6.34)
Spanish (DGE)
(βᾰρύφθογγος) -ον
de grave rugido λέων h.Ven.59, B.9.9
•de grave mugido αἱ βόες Arist.GA 787a33
•de sonido grave Gal.19.141
•de grave resonancia del arco de Heracles νευρά Pi.I.6.34, αὐλοί AP 6.51.
Greek Monolingual
βαρύφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που βγάζει βαρύ, δυνατά ήχο
2. «βαρύφθογγοι αὐλοί» — με βαρείς, χαμηλούς φθόγγους.
Greek Monotonic
βᾰρύφθογγος: -ον, αυτός που ηχεί δυνατά, που βρυχάται ηχηρά, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
βαρύφθογγος: 1) глухо рычащий (λέων HH) или мычащий (βόες Arst.);
2) низко звучащий, низкого тона (νευρά Pind.; αὐλοί Anth.).