βαρυπένθητος: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βᾰρῠπένθητος:''' -ον ([[πενθέω]]), αυτός που πενθεί [[βαριά]], υπερβολικά, σε Ανθ. | |lsmtext='''βᾰρῠπένθητος:''' -ον ([[πενθέω]]), αυτός που πενθεί [[βαριά]], υπερβολικά, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βαρυπένθητος:''' глубоко опечаленный тяжело скорбящий (κόραι Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 17:44, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A mourning heavily, AP7.743 (Antip.).
Greek (Liddell-Scott)
βᾰρῠπένθητος: -ον, ὁ βαρέως, ὑπερβαλλόντως πενθῶν, Ἀνθ.II. 7. 743.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
profondément affligé.
Étymologie: βαρύς, πενθέω.
Spanish (DGE)
(βᾰρῠπένθητος) -ον
que llora o se lamenta profundamente κόραι AP 7.743 (Antip.Sid.).
Greek Monolingual
βαρυπένθητος, -ον (Α)
αυτός που έχει βαρύ πένθος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαρύς + -πενθητος < πενθώ (-έω) < πένθος.
Greek Monotonic
βᾰρῠπένθητος: -ον (πενθέω), αυτός που πενθεί βαριά, υπερβολικά, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
βαρυπένθητος: глубоко опечаленный тяжело скорбящий (κόραι Anth.).