βλέψις: Difference between revisions
From LSJ
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βλέψις:''' -εως, ἡ ([[βλέπω]]), όραση, σε Πλούτ. | |lsmtext='''βλέψις:''' -εως, ἡ ([[βλέπω]]), όραση, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βλέψις:''' εως ἡ видение: πρὸς τὴν βλέψιν (τινός) Plut. при виде кого-л. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:48, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A act of sight, τὸ βλεπόμενον τὸ ὄν, οὺχ ἡ β. Plot.6.2.8. II sight (i. e. thing seen), πρὸς τὴν βλέψιν ἀναφλεχθείς Plu. Pel.32. III metaph., contemplation, consideration, συμφερόντων Epicur.Ep.3p.63U.
German (Pape)
[Seite 449] ἡ, das Sehen, nur VLL.
Greek (Liddell-Scott)
βλέψις: -εως, ἡ, ἡ ἐνέργεια τοῦ βλέπειν, ὄψις, ὅρασις, Πλούτ. Πελοπ. 32, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vue, regard.
Étymologie: βλέπω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 acción de ver, visión, vista τὸ γὰρ βλεπόμενον τὸ ὄν, οὐχ ἡ β. Plot.6.2.8
•fig. consideración συμφερόντων καὶ ἀσυμφόρων Epicur.Ep.[4] 130.
2 cosa vista, visión, espectáculo πρὸς τὴν βλέψιν ἀναλεχθείς indignado ante el espectáculo Plu.Pel.32.
Greek Monotonic
βλέψις: -εως, ἡ (βλέπω), όραση, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βλέψις: εως ἡ видение: πρὸς τὴν βλέψιν (τινός) Plut. при виде кого-л.