βοτηρικός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοτηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.
|lsmtext='''βοτηρικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βοτηρικός:''' пастушеский, пастуший ([[ἑορτή]] Plut.; [[κύπελλον]] Anth.).
}}
}}

Revision as of 17:54, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτηρικός Medium diacritics: βοτηρικός Low diacritics: βοτηρικός Capitals: ΒΟΤΗΡΙΚΟΣ
Transliteration A: botērikós Transliteration B: botērikos Transliteration C: votirikos Beta Code: bothriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for a herdsman, ἑορτή Plu.Rom.12; κύπελλα AP6.170 (Thyill.).

German (Pape)

[Seite 455] die Hirten betreffend, ἑορτή, Hirtenfest, Plut. Rom. 12; κύπελλα Thall. 3 (VI, 170).

Greek (Liddell-Scott)

βοτηρικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς βοσκόν, Πλούτ. Ρωμ. 12, Ἀνθ. II. 6. 170.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de berger, de pâtre, pastoral.
Étymologie: βοτήρ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
pastoril ἑορτή Plu.Rom.12, κύπελλα AP 6.170 (Thyill.).

Greek Monolingual

βοτηρικός, -ή, -όν (Α) βοτήρ
ο ποιμενικός.

Greek Monotonic

βοτηρικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή προορίζεται για το βοσκό, σε Πλούτ., Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βοτηρικός: пастушеский, пастуший (ἑορτή Plut.; κύπελλον Anth.).