βρυχητής: Difference between revisions

From LSJ

ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.

Source
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρῡχητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ουρλιάζει, αυτός που βρυχάται, σε Ανθ.
|lsmtext='''βρῡχητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που ουρλιάζει, αυτός που βρυχάται, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''βρῡχητής:''' οῦ ὁ ревущий, рычащий (зверь) Anth.
}}
}}

Revision as of 17:59, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρῡχητής Medium diacritics: βρυχητής Low diacritics: βρυχητής Capitals: ΒΡΥΧΗΤΗΣ
Transliteration A: brychētḗs Transliteration B: brychētēs Transliteration C: vrychitis Beta Code: bruxhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A roaring, β. χόλος AP6.57 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 466] ὁ, der Brüllende, vom Löwen, Paul. Sil. 47 (VI, 57).

Greek (Liddell-Scott)

βρῡχητής: -οῦ, ὁ, ὁ βρυχώμενος, μουγκρίζων, Ἀνθ. ΙΙ. 6. 57.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
animal qui rugit.
Étymologie: βρυχάομαι.

Greek Monotonic

βρῡχητής: -οῦ, ὁ, αυτός που ουρλιάζει, αυτός που βρυχάται, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

βρῡχητής: οῦ ὁ ревущий, рычащий (зверь) Anth.