βρασματίας: Difference between revisions
From LSJ
μή πῃ ἡμῖν ἀπαμβλύνεται ἄλλο τι δικαιοσύνη → has our idea of justice in any way lost the edge
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βρασματίας]], ο (Α) [[βράσσω]], [[βράζω]]<br />αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις. | |mltxt=[[βρασματίας]], ο (Α) [[βράσσω]], [[βράζω]]<br />αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρασματίας:''' ου adj. m [[βράσσω]] вихревой, крутящийся (ἄνεμοι Diog. L.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:00, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A = βράστης, opp. σεισματίας, Posidon. ap. D.L.7.154, Amm.Marc.17.7.13 (pl.), Heraclit.All.38.
German (Pape)
[Seite 461] ὁ, = βράστης; ἄνεμοι βρασματίαι καὶ σεισματίαι D. L. 7, 155.
Greek (Liddell-Scott)
βρασματίας: βράστης, ἀντίθετον τῷ σεισματίας, Ποσειδ. παρὰ Διογ. Λ. 7. 154, Ἡρακλείδ. Ἀλληγ. 38. [2, 98.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ sacudidade la tierra en sentido vertical εἶναι δ' αὐτῶν (σεισμῶν) τοὺς μὲν σεισματίας ... τοὺς δὲ βρασματίας Posidon.12, cf. Heraclit.All.38, Amm.Marc.17.7.13.
Greek Monolingual
βρασματίας, ο (Α) βράσσω, βράζω
αυτός που προκαλεί σεισμό με κατακόρυφες δονήσεις.
Russian (Dvoretsky)
βρασματίας: ου adj. m βράσσω вихревой, крутящийся (ἄνεμοι Diog. L.).