Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βραχύβιος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βρᾰχύβιος:''' -ον, αυτός που έχει σύντομη [[ζωή]], βραχύ βίο, σε Πλάτ.
|lsmtext='''βρᾰχύβιος:''' -ον, αυτός που έχει σύντομη [[ζωή]], βραχύ βίο, σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''βρᾰχύβιος:''' недолго живущий, недолговечный Plat., Arst.
}}
}}

Revision as of 18:02, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βρᾰχῠβῐος Medium diacritics: βραχύβιος Low diacritics: βραχύβιος Capitals: ΒΡΑΧΥΒΙΟΣ
Transliteration A: brachýbios Transliteration B: brachybios Transliteration C: vrachyvios Beta Code: braxu/bios

English (LSJ)

ον,

   A short-lived, Pl.R.546a, Arist.HA494a1, etc.: Comp., Hp.Art.41, Arist.HA501b23; of plants, Thphr.HP4.13.1 (= χειλιδύνιον μέγα, Ps.-Dsc.2.180): Sup. -ώτατος Str.16.4.12.

German (Pape)

[Seite 462] von kurzcm Leben, Plat. Rep. VIII, 546 a u. Folgde; comp., Arist. H. A. 2, 3; superl., Strab.

Greek (Liddell-Scott)

βρᾰχύβιος: -ον, ὁ βραχὺν ἔχων βίον, ὀλιγόζωος, Πλάτ. Πολ. 546A, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 1. 15, 4, κτλ.· -συγκρ., Ἱππ. Ἄρθρ. 807, Ἀριστ.· -οὐσιαστ. βρᾰχῠβιότης, ητος, ἡ βραχυχρονιότης ζωῆς, Ἀριστ. Προβλ. 34. 10 (ἔγραψεν ὡσαύτως καὶ περὶ μακρο- καὶ βραχυβιότητος)· ἐπὶ φυτῶν, Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 13, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont la vie est courte.
Étymologie: βραχύς, βίος.

Spanish (DGE)

-ον
1 de corta vida de pers., Hp.Art.41, Pl.R.546a, D.S.3.29, de animales, Arist.HA 494a1, 501b23, Str.16.4.12, de plantas, Thphr.CP 2.11.7 (= Democr.A.162), Thphr.HP 4.13.1, β. ζωή Mac.Aeg.Serm.B 25.1.4.
2 subst., bot. ἡ β. otro n. de la celidonia Ps.Dsc.2.180.

Greek Monolingual

-α, -ο (AM βραχύβιος, -ον)
αυτός που έχει σύντομη ζωή, λιγόζωος.

Greek Monotonic

βρᾰχύβιος: -ον, αυτός που έχει σύντομη ζωή, βραχύ βίο, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

βρᾰχύβιος: недолго живущий, недолговечный Plat., Arst.