γηπετής: Difference between revisions

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10
(3)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.
|lsmtext='''γηπετής:''' -ές ([[πίπτω]]), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''γηπετής:''' дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur.
}}
}}

Revision as of 18:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηπετής Medium diacritics: γηπετής Low diacritics: γηπετής Capitals: ΓΗΠΕΤΗΣ
Transliteration A: gēpetḗs Transliteration B: gēpetēs Transliteration C: gipetis Beta Code: ghpeth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω)

   A falling or fallen to earth, E.Ph.668 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

γηπετής: -ές, (πίπτω) ὁ πίπτων ἢ πεσὼν εἰς τὴν γῆν, Εὐρ. Φοιν. 668.

Greek Monolingual

γηπετής (-ές (Α)
αυτός που έπεσε κάτω στο χώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γη + -πετής < πίπτω)

Greek Monotonic

γηπετής: -ές (πίπτω), αυτός που πέφτει ή έχει πέσει στη γη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

γηπετής: дор. γᾱ-πετής 2 падающий или упавший на землю Eur.