βρῶμος: Difference between revisions
Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu
(7) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[βρῶμος]], ο (Α) [[βιβρώσκω]]<br />το [[βρώμα]], η [[τροφή]].———————— <b>(II)</b><br />[[βρῶμος]], ο και [[βρόμος]], ο (Α)<br />[[κακοσμία]], [[βρόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βρόμος]] (II)]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[βρῶμος]], ο (Α) [[βιβρώσκω]]<br />το [[βρώμα]], η [[τροφή]].———————— <b>(II)</b><br />[[βρῶμος]], ο και [[βρόμος]], ο (Α)<br />[[κακοσμία]], [[βρόμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[βρόμος]] (II)]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρῶμος:''' ὁ дурной запах, зловоние Anth. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ὁ, (βιβρώσκω)
A = βρῶμα, Arat.1021.
βρῶμος (B), ὁ,
A stink, noisome smell, LXX Jb.6.7, al., Gal.7.214, Sch.Nic.Al.519, Dsc.Alex.Praef. (Condemned by Phryn.133; βρόμος is freq. f. l.)
German (Pape)
[Seite 467] ὁ, 1) = βρώμη, Arat. 1021. – 2) Gestank, Bocksgeruch der Thiere, Diosc.; vgl. Lob. zu Phryn. 156.
Greek (Liddell-Scott)
βρῶμος: ὁ (βιβρώσκω) = βρῶμα, Ἄρατ. 1021.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Grafía: graf. βρόμ- Hsch.
alimento, comida Arat.1021
•forraje Hsch., Hippiatr.Paris.22.
-ου, ὁ
• Grafía: graf. βρόμ- Hsch.
fetidez, olor fuerte βρώμου τινὸς ἢ βορβόρου διαφθειρόμενα Gal.7.214, ἀποπλύνοντες τὰ θαλάσσια <ὕδατα> τοῦ βρώμου τοῖς γλυκέσιν eliminando el mal olor de las aguas de mar con aguas dulces en el proceso de fabricación de la sal, Sch.Nic.Al.520e, cf. Dsc.Alex.praef.p.8, Hsch.
•considerada palabra incorrecta por Phryn.126.
Greek Monolingual
(I)
βρῶμος, ο (Α) βιβρώσκω
το βρώμα, η τροφή.———————— (II)
βρῶμος, ο και βρόμος, ο (Α)
κακοσμία, βρόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βρόμος (II)].
Russian (Dvoretsky)
βρῶμος: ὁ дурной запах, зловоние Anth.