γλαυκιάω: Difference between revisions
(3) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γλαυκιάω:''' απαντά μόνο στην Επικ. μτχ., [[γλαυκιόων]], αυτός που κοιτάζει με διαπεραστικό και άγριο [[βλέμμα]], λέγεται για [[λιοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''γλαυκιάω:''' απαντά μόνο στην Επικ. μτχ., [[γλαυκιόων]], αυτός που κοιτάζει με διαπεραστικό και άγριο [[βλέμμα]], λέγεται για [[λιοντάρι]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γλαυκιάω:''' (тж. γ. ὄσσοις Hes.) (только part. praes. [[γλαυκιόων]]) сверкать глазами Hom. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 31 December 2018
English (LSJ)
Hom. only in Ep. part. γλαυκιόων,
A glaring fiercely, of a lion, Il.20.172; γ. ὄσσοις δεινόν Hes.Sc.430; of a sparkling stone, D.P.1121; γλαυκιόωσα σελήνη Man.5.250: 3pl. γλαυκιόωσι Opp.C.3.70; late Prose, γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Hld.7.10. 2 have a γλαύκωμα, glare blindly, ὀφθαλμοὶ . . δυσαλθέα γλαυκιόωντες Q.S.12.408.
Greek (Liddell-Scott)
γλαυκιάω: ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ ἐπ. μετοχ. γλαυκιόων, ἐξακοντίζων βλέμματα ἄγρια, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Υ. 172· γλαυκιόων δ’ ὄσσοις δεινὸν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 430· ἐπὶ ἀκτινοβολούσης πολυτίμου λίθου, Διον. Π. 1121· γʹ πληθ. γλαυκιόωσι Ὀππ. Κυν. 3. 70· μόνον παρὰ μεταγεν. πεζοῖς, γλαυκιῶν τὸ βλέμμα Ἡλιόδ. 7. 368. 2) ἔχω γλαύκωμα, τυφλῶς ἀτενίζω, ὀφθαλμο ί… δυσαλθέα γλαυκιόωντες Κόϊντ. Σμ. 12. 408.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
seul. prés.
avoir des yeux aux reflets glauques.
Étymologie: γλαυκός.
English (Autenrieth)
only part., with gleaming or glaring eyes, of a lion, Il. 20.172†.
Spanish (DGE)
• Morfología: [pres. c. diéct. γλαυκιόων Il.20.172]
1 lanzar destellos, brillar c. ref. a ojos que expresan amenaza γλαυκιόων δ' ἰθὺς φέρεται μένει de la mirada fiera del león Il.l.c., cf. Hes.Sc.430, ref. la mirada de una pantera γλαυκιόωσι κόραι Opp.C.3.70, de una pers., Philostr.Iun.Im.2.2
•sin ref. a la ferocidad, del planeta Venus, Man.5.250, de una piedra preciosa, D.P.1121, de un río, Philostr.Iun.Im.8.3.
2 ref. al color de los ojos ser gris azulado τὸ βλέμμα Hld.7.10.4, cf. Poll.2.61
•tener un aspecto blanquecino como de catarata en una pers. que se está quedando ciega ὀφθαλμοί Q.S.12.408.
Greek Monotonic
γλαυκιάω: απαντά μόνο στην Επικ. μτχ., γλαυκιόων, αυτός που κοιτάζει με διαπεραστικό και άγριο βλέμμα, λέγεται για λιοντάρι, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
γλαυκιάω: (тж. γ. ὄσσοις Hes.) (только part. praes. γλαυκιόων) сверкать глазами Hom.