δακτυλίς: Difference between revisions
τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δακτυλίς]]) [[δάκτυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]] που ανήκει στα [[αγρωστώδη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[δάχτυλο]]<br /><b>2.</b> το [[δαχτυλίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] σταφυλιού. | |mltxt=η (AM [[δακτυλίς]]) [[δάκτυλος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[γένος]] [[φυτών]] που ανήκει στα [[αγρωστώδη]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> το [[δάχτυλο]]<br /><b>2.</b> το [[δαχτυλίδι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[είδος]] σταφυλιού. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δακτῠλίς:''' ίδος ἡ (sc. [[σταφυλή]]) «пальчики» (сорт винограда) Plin. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ίδος, ἡ, name of a kind of
A grape, Plin.HN14.40. II = δάκτυλος, Steph. in Hp.Aph.2.294D.
German (Pape)
[Seite 520] ίδος (fem. zu δακτυλιαῖος ), eine Weintraubengattung, Plin. H. N. 14, 3, 4.
Greek (Liddell-Scott)
δακτῠλίς: -ίδος, ἡ, ὄνομα εἴδους σταφυλῆς, Πλίν. 14. 3, 4.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 dedo meñique οὔτε γὰρ τὸν ἄκρον δάκτυλον ἢ τελευταίαν δακτυλίδα κινῆσαι δυνατόν Steph.in Hp.Aph.1.140.2.
2 bot., cierto tipo de uva delgada como un dedo, Plin.HN 14.40.
3 bot. ἀριστολοχία δ. aristoloquia larga, Aristolochia longa L., en recetas médicas, Androm. en Gal.13.32, Gal.13.71, cf. δακτυλῖτις.
Greek Monolingual
η (AM δακτυλίς) δάκτυλος
νεοελλ.
γένος φυτών που ανήκει στα αγρωστώδη
μσν.
1. το δάχτυλο
2. το δαχτυλίδι
αρχ.
είδος σταφυλιού.
Russian (Dvoretsky)
δακτῠλίς: ίδος ἡ (sc. σταφυλή) «пальчики» (сорт винограда) Plin.