γυρινώδης: Difference between revisions
From LSJ
χαῖρ', ὦ μέγ' ἀχρειόγελως ὅμιλε, ταῖς ἐπίβδαις, τῆς ἡμετέρας σοφίας κριτὴς ἄριστε πάντων → all hail, throng that laughs untimely on the day after the festival, best of all judges of our poetic skill
(8) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[γυρινώδης]], -ες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με γυρίνο. | |mltxt=[[γυρινώδης]], -ες (Α)<br />αυτός που μοιάζει με γυρίνο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γῡρῑνώδης:''' похожий на головастика (sc. ἰχθύδια) Arst. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:11, 31 December 2018
English (LSJ)
ες
A like a tadpole, Arist.HA568a1.
German (Pape)
[Seite 512] wie eine Kaulquappe, Arist. H. A. 6, 13.
Greek (Liddell-Scott)
γῠρῑνώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς γυρῖνον, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 13, 12.
Spanish (DGE)
-ες
semejante a un renacuajode peces recién nacidos, Arist.HA 568a1.
Greek Monolingual
γυρινώδης, -ες (Α)
αυτός που μοιάζει με γυρίνο.
Russian (Dvoretsky)
γῡρῑνώδης: похожий на головастика (sc. ἰχθύδια) Arst.