δασύκερκος: Difference between revisions
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
(3) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δᾰσύκερκος:''' -ον, αυτός που έχει φουντωτή [[ουρά]]· [[ἀλώπηξ]], σε Θεόκρ. | |lsmtext='''δᾰσύκερκος:''' -ον, αυτός που έχει φουντωτή [[ουρά]]· [[ἀλώπηξ]], σε Θεόκρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δᾰσύκερκος:''' с мохнатым или пушистым хвостом (ἀλωπηξ Theocr.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bushy-tailed, ἀλώπηξ Theoc.5.112.
German (Pape)
[Seite 524] ἀλώπηξ, rauchschwänzig, Theocr. 5, 112.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰσύκερκος: -ον, ὁ ἔχων δασεῖαν ἢ πυκνότριχα τὴν οὐράν, ἀλώπηξ Θεόκρ. 112.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la queue velue.
Étymologie: δασύς, κέρκος.
Spanish (DGE)
(δᾰσύκερκος) -ον
• Prosodia: [-ῠ-]
de cola peluda ἀλώπεκες Theoc.5.112, glos. a θυσάνουρος Hsch.
Greek Monolingual
δασύκερκος, -ον (AM)
(για την αλεπού) με φουντωτή ουρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δασύς + κέρκος «η ουρά»].
Greek Monotonic
δᾰσύκερκος: -ον, αυτός που έχει φουντωτή ουρά· ἀλώπηξ, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
δᾰσύκερκος: с мохнатым или пушистым хвостом (ἀλωπηξ Theocr.).