γεροντικός: Difference between revisions
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(8) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (AM [[γεροντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γεροντικό</i><br /><b>1.</b> η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων της μονής<br /><b>2.</b> (επί τουρκοκρατίας) η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό<br /><b>μσν.</b><br />[[βιβλίο]] που περιέχει ρητά και διηγήσεις [[περί]] μοναχών και ασκητών του παρελθόντος<br /><b>αρχ.</b><br />το [[οίκημα]] της γερουσίας. | |mltxt=-ή, -ό (AM [[γεροντικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το γεροντικό</i><br /><b>1.</b> η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων της μονής<br /><b>2.</b> (επί τουρκοκρατίας) η [[αίθουσα]] συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό<br /><b>μσν.</b><br />[[βιβλίο]] που περιέχει ρητά και διηγήσεις [[περί]] μοναχών και ασκητών του παρελθόντος<br /><b>αρχ.</b><br />το [[οίκημα]] της γερουσίας. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''γεροντικός:''' старческий, стариковский Plat., Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for old men, λουτρά Pl.Lg.761c; κρᾶσις Ath.Med. ap. Orib. inc.23.6: -κόν, τό, senate-house, Str.14.1.43; cf. sq. Adv. -κῶς like an old man, v.l. in Ar.V.1132, cf. Plu.2.639d: Comp. -κώτερον Cic. Att.12.1.2.
German (Pape)
[Seite 486] = γερόντειος, Plat. Legg. VI, 761 c u. Sp.; τὸ γ., der Senat in Carthago, Pol. 6, 51, 2, f. L. γερόντιον.
Greek (Liddell-Scott)
γεροντικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς γέροντα ἢ ὅμοιος γέροντι, Πλάτ. Νόμ. 761C·-πρβλ. ἑπομ.-Ἐπίρρ.–κῶς Πλούτ. 2. 639D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de vieillard.
Étymologie: γέρων.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1propio de ancianos, de o para ancianos λουτρά Pl.Lg.761c, ὅπλον Call.Epigr.1.7, κρᾶσις γ. constitución física de los ancianos Ath.Med. en Orib.Inc.41.7, ἡλικία Gal.9.654, 17(2).255
•neutr. como adv. γεροντικώτερον est memoriola uacillare Cic.Att.248.2.
2 subst. τὸ γ. lugar de reunión del Senado Str.14.1.43.
II adv. -ῶς a la manera de un anciano, de forma experimentada Ar.V.1132 (cód.), cf. Plu.2.639c, Suet.Aug.71.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM γεροντικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει, ταιριάζει ή αναφέρεται σε γέροντες
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το γεροντικό
1. η αίθουσα συνεδριάσεων της μονής
2. (επί τουρκοκρατίας) η αίθουσα συνεδριάσεων τών γερόντων, το αρχοντικό
μσν.
βιβλίο που περιέχει ρητά και διηγήσεις περί μοναχών και ασκητών του παρελθόντος
αρχ.
το οίκημα της γερουσίας.
Russian (Dvoretsky)
γεροντικός: старческий, стариковский Plat., Plut.