δάσμευσις: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund

Menander, Monostichoi, 407
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δάσμευσις:''' -εως, ἡ ([[δασμός]]), [[μοίρασμα]], [[διανομή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''δάσμευσις:''' -εως, ἡ ([[δασμός]]), [[μοίρασμα]], [[διανομή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''δάσμευσις:''' εως ἡ разделение, раздел Xen.
}}
}}

Revision as of 18:13, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δάσμευσις Medium diacritics: δάσμευσις Low diacritics: δάσμευσις Capitals: ΔΑΣΜΕΥΣΙΣ
Transliteration A: dásmeusis Transliteration B: dasmeusis Transliteration C: dasmefsis Beta Code: da/smeusis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A dividing, distributing, X.An.7.1.37.

German (Pape)

[Seite 523] ἡ, die Theilung, Xen. An. 7, 1, 37.

Greek (Liddell-Scott)

δάσμευσις: -εως, ἡ, = διαίρεσις, διανομή, Ξεν. Ἀν. 7. 1, 37.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de partager, distribution.
Étymologie: *δασμεύω, de δασμός.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
distribución, división ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο X.An.7.1.37, cf. Hsch.

Greek Monolingual

δάσμευσις, η (Α)
διανομή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δάσμευσις φαίνεται σαν να προήλθε από αμάρτ. δασμεύω < δασμός.

Greek Monotonic

δάσμευσις: -εως, ἡ (δασμός), μοίρασμα, διανομή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δάσμευσις: εως ἡ разделение, раздел Xen.