διαζευκτικός: Difference between revisions

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source
(9)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαζευκτικός]], -ή, -όν) [[διαζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[διαχωριστικός]], ο [[επιτήδειος]] στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] ή [[κατάλληλος]] για [[διάζευξη]] [[λόγος]] ή [[σύνδεσμος]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[διαζευκτικός]], -ή, -όν) [[διαζευγνύω]]<br /><b>1.</b> ο [[διαχωριστικός]], ο [[επιτήδειος]] στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει<br /><b>2.</b> ο [[επιτήδειος]] ή [[κατάλληλος]] για [[διάζευξη]] [[λόγος]] ή [[σύνδεσμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''διαζευκτικός:''' грам. разделительный ([[σύνδεσμος]] Diog. L., Plut.).
}}
}}

Revision as of 18:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαζευκτικός Medium diacritics: διαζευκτικός Low diacritics: διαζευκτικός Capitals: ΔΙΑΖΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: diazeuktikós Transliteration B: diazeuktikos Transliteration C: diazefktikos Beta Code: diazeuktiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disjunctive, σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Conj.216.10; συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88; πρὸς τοὺς Ἀμεινίου -κούς (sc. λόγους), title of work by Chrysipp., Stoic.2.7. Adv. -κῶς A.D.Synt.9.27.

German (Pape)

[Seite 577] ή, όν, trennend, σύνδεσμος, conjunctio disjunctiva, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

διαζευκτικός: -ή, -όν, λόγοςσύνδεσμος, ἐπιτήδειοςκατάλληλος πρὸς διάζευξιν, Διογ. Λ. 7. 72. -Ἐπίρρ. -κῶς Ἀπόλλ. π. Συντάξ. σ. 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
disjonctif.
Étymologie: διαζεύγνυμι.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 gram. disyuntivo σύνδεσμος Chrysipp.Stoic.2.68, A.D.Coni.216.5, Synt.265.15, Plu.2.1026b, Gramm.Pap.2.108, συλλογισμός Chrysipp.Stoic.2.88, πρὸς τοὺς Ἀμεινίου διαζευτικούς (sc. λόγους) tít. de una obra de Crisipo, D.L.7.196, ὁ ‘ἢ’ δ. Steph.in Hp.Aph.3.152.5.
2 adv. -ῶς disyuntivamente A.D.Synt.9.27, κατὰ τοὺς τοιούτους ἅπαντας λόγους οἱ σύνδεσμοι οὐ δ., ἀλλὰ παραδιαζευκτικῶς εἰσιν Gal.7.537, cf. Phlp.in APr.17.29.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α διαζευκτικός, -ή, -όν) διαζευγνύω
1. ο διαχωριστικός, ο επιτήδειος στο να διαζευγνύει, να δια χωρίζει
2. ο επιτήδειος ή κατάλληλος για διάζευξη λόγος ή σύνδεσμος.

Russian (Dvoretsky)

διαζευκτικός: грам. разделительный (σύνδεσμος Diog. L., Plut.).