δεκάδραχμος: Difference between revisions

From LSJ

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
(8)
(1b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δεκάδραχμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[αξία]] [[δέκα]] δραχμών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκάδραχμο</i><br />μεταλλικό [[νόμισμα]] αξίας [[δέκα]] δραχμών, δεκάρικο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεκάδραχμος]]<br />φορολογούμενος που πληρώνει ως [[φόρο]] [[δέκα]] δραχμές.
|mltxt=-η, -ο (Α [[δεκάδραχμος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[αξία]] [[δέκα]] δραχμών<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το δεκάδραχμο</i><br />μεταλλικό [[νόμισμα]] αξίας [[δέκα]] δραχμών, δεκάρικο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[δεκάδραχμος]]<br />φορολογούμενος που πληρώνει ως [[φόρο]] [[δέκα]] δραχμές.
}}
{{elru
|elrutext='''δεκάδραχμος:''' десятидрахмовый ([[σῖτος]] Arst.).
}}
}}

Revision as of 18:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεκάδραχμος Medium diacritics: δεκάδραχμος Low diacritics: δεκάδραχμος Capitals: ΔΕΚΑΔΡΑΧΜΟΣ
Transliteration A: dekádrachmos Transliteration B: dekadrachmos Transliteration C: dekadrachmos Beta Code: deka/draxmos

English (LSJ)

[κᾰ], ον,

   A at the price of ten drachmae, Arist. Oec.1352b15, BGU1134.7 (i B.C.).    II Subst. δ., ὁ, taxpayer assessed at ten δραχμαί, ib.118ii9 (ii A.D.).

Greek (Liddell-Scott)

δεκάδραχμος: -ον, ὁ τιμώμενος δέκα δραχμῶν, Ἀριστ, Οἰκ. 2. 34, 7.

Spanish (DGE)

-ον
I de diez dracmas o que cuesta diez dracmas σῖτος Arist.Oec.1352b15, ἔρανος BGU 1134.7, 1135.7 (ambos I a.C.).
II subst.
1 ἡ δ. impuesto de diez dracmas, PRyl.216.304 (II/III d.C.).
2 ὁ δ. contribuyente que paga diez dracmas como impuesto de capitación BGU 118.2.9 (II d.C.) en BL 1.21.
3 ὁ δ. recaudador del diezmo Crates Com.53 (quizá error por δεκάδαρχος II 1, q.u.).

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δεκάδραχμος, -ον)
αυτός που έχει αξία δέκα δραχμών
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το δεκάδραχμο
μεταλλικό νόμισμα αξίας δέκα δραχμών, δεκάρικο
αρχ.
το αρσ. ως ουσ. ο δεκάδραχμος
φορολογούμενος που πληρώνει ως φόρο δέκα δραχμές.

Russian (Dvoretsky)

δεκάδραχμος: десятидрахмовый (σῖτος Arst.).