διοιχνέω: Difference between revisions
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
(4) |
(1b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διοιχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], περνώ μέσα από, με αιτ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, σε Ομηρ. Ύμν. | |lsmtext='''διοιχνέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[διέρχομαι]], περνώ μέσα από, με αιτ., σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> απόλ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διοιχνέω:''' проходить, бродить, странствовать (πέτρῃσι ἐν ἠλιβάτοισι HH): αἰῶνα δ. Aesch. жить, существовать. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:44, 31 December 2018
English (LSJ)
A go through, ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315 (anap.), cf. Lyc.10. II abs., wander about, ἐν πέτρῃσιν h.Hom.19.10.
Greek (Liddell-Scott)
διοιχνέω: διέρχομαι, διαπερῶ, ἀσινὴς δ’ αἰῶνα διοιχνεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 315. ΙΙ. ἀπόλ., περιπλανῶμαι, ἐν πέτραις Ὕμν. Ὁμ. 18. 10.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
traverser, parcourir, acc..
Étymologie: διά, οἰχνέω.
Spanish (DGE)
1 tr. pasar a través de un período de tiempo, c. ac. ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315
•recorrer en sent. espacial, fig. διοίχνει δυσφάτους αἰνιγμάτων οἴμας recorre los difíciles pasos de los enigmas Lyc.10.
2 intr. vagar πέτρῃσιν ἐν ἠλιβάτοισι διοιχνεῖ h.Pan.10.
Greek Monotonic
διοιχνέω: μέλ. -ήσω,
I. διέρχομαι, περνώ μέσα από, με αιτ., σε Αισχύλ.
II. απόλ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
Russian (Dvoretsky)
διοιχνέω: проходить, бродить, странствовать (πέτρῃσι ἐν ἠλιβάτοισι HH): αἰῶνα δ. Aesch. жить, существовать.