δίφριος: Difference between revisions

From LSJ

οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves

Source
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
|lsmtext='''δίφριος:''' -α, -ον, αυτός που ανήκει στο [[άρμα]]· ουδ. πληθ. ως επίρρ., <i>[[δίφρια]] συρόμενος</i>, αυτός που σύρεται [[πίσω]] από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''δίφριος:''' колесничный: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίφριος Medium diacritics: δίφριος Low diacritics: δίφριος Capitals: ΔΙΦΡΙΟΣ
Transliteration A: díphrios Transliteration B: diphrios Transliteration C: difrios Beta Code: di/frios

English (LSJ)

α, ον,

   A of a chariot: neut. pl. as Adv., δίφρια συρόμενος dragged at the chariot wheels, AP7.152.

German (Pape)

[Seite 645] zum Wagen gehörig; nur δίφρια συρόμενος Ep. ad. 389 (VII, 152), vom Wagen geschleppt.

Greek (Liddell-Scott)

δίφριος: -α, -ον, εἰς δίφρον ἀνήκων· οὐδ. πληθ. ὡς ἐπίρρ. δίφρια

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de char.
Étymologie: δίφρος.

Spanish (DGE)

-α, -ον
de un carro neutr. plu. adv. δίφρια συρόμενος arrastrado por las ruedas de un carro, AP 7.152.

Greek Monotonic

δίφριος: -α, -ον, αυτός που ανήκει στο άρμα· ουδ. πληθ. ως επίρρ., δίφρια συρόμενος, αυτός που σύρεται πίσω από τους τροχούς του άρματος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δίφριος: колесничный: δίφρια συρόμενος Anth. влекомый колесницей.