δολιεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(9)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[δολιεύομαι]])<br />φέρνομαι δόλια, με [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βλάπτω]] κάποιον με δόλο.
|mltxt=(AM [[δολιεύομαι]])<br />φέρνομαι δόλια, με [[πανουργία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[βλάπτω]] κάποιον με δόλο.
}}
{{elru
|elrutext='''δολιεύομαι:''' поступать коварно, хитрить ([[λόγος]] δεδολιευμένος σόφισμά ἐστιν Sext.).
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δολῐεύομαι Medium diacritics: δολιεύομαι Low diacritics: δολιεύομαι Capitals: ΔΟΛΙΕΥΟΜΑΙ
Transliteration A: dolieúomai Transliteration B: dolieuomai Transliteration C: dolieyomai Beta Code: dolieu/omai

English (LSJ)

   A deal treacherously, Aq., Sm.Ge.37.18.    2 λόγος δεδολιευμένος a sophism, S.E.P.2.229.

German (Pape)

[Seite 654] hinterlistig bandeln, LXX.; λόγος δεδολιευμένος, listige, verfängliche Rede, Sext. Emp. pyrrh. 2, 229.

Greek (Liddell-Scott)

δολιεύομαι: ἀποθ., δολίως φέρομαι, λόγος δεδολιευμένος, σόφισμα, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 229.

Spanish (DGE)

• Morfología: [act., Sch.Opp.H.1.312]
1 actuar dolosamente, con engaños gener. de pers. δολιευομένων τῶν οἰκούντων αὐτήν actuando engañosamente sus habitantes Origenes M.12.1475D, ἐστὶν ... δολιευόμενος ἐπὶ τῷ κακὸν ποιῆσαι Didym.in Ps.198.3, cf. 268.5, Didasc.Patr.129, Epiph.Const.Haer.59.7.2, πρῶτος ... ὁ Κάϊν ἐδολιεύσατο Ps.Caes.214.26, glos. a καπηλεύω Sch.A.Th.545l
de anim. δολιεύει γὰρ τῷ ἁλιεῖ la sepia, Sch.Opp.l.c.
confabularse los hermanos de José para matarlo, Aq., Sm.Ge.37.18.
2 de argumentos, en perf. ser engañoso σόφισμα ... λόγον πιθανὸν καὶ δεδολιευμένον S.E.P.2.229.

Greek Monolingual

(AM δολιεύομαι)
φέρνομαι δόλια, με πανουργία
αρχ.
βλάπτω κάποιον με δόλο.

Russian (Dvoretsky)

δολιεύομαι: поступать коварно, хитрить (λόγος δεδολιευμένος σόφισμά ἐστιν Sext.).