δοιδυκοποιός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δοιδῡκοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] γουδοχεριών, σε Πλούτ.
|lsmtext='''δοιδῡκοποιός:''' ὁ ([[ποιέω]]), [[κατασκευαστής]] γουδοχεριών, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''δοιδῡκοποιός:''' ὁ делающий песты Plut.
}}
}}

Revision as of 18:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοιδῡκοποιός Medium diacritics: δοιδυκοποιός Low diacritics: δοιδυκοποιός Capitals: ΔΟΙΔΥΚΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: doidykopoiós Transliteration B: doidykopoios Transliteration C: doidykopoios Beta Code: doidukopoio/s

English (LSJ)

ὁ,

   A pestle-maker, Plu.Phoc.4.

German (Pape)

[Seite 651] ὁ, der Mörserkeulenverfertiger, Plut. Phoc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

δοιδῡκοποιός: ὁ, ὁ κατασκευάζων δοίδυκας, «γουδόχερα», Πλούτ. Φωκ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
fabricant de pilons.
Étymologie: δοίδυξ, ποιέω.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fabricante de manos de almirez Plu.Phoc.4, cf. Sud.

Greek Monolingual

δοιδυκοποιός, ο (Α)
αυτός που κατασκευάζει γουδοχέρια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοίδυξ (-κος) «γουδοχέρι» + -ποιός < ποιώ].

Greek Monotonic

δοιδῡκοποιός: ὁ (ποιέω), κατασκευαστής γουδοχεριών, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

δοιδῡκοποιός: ὁ делающий песты Plut.