δοιοτόκος: Difference between revisions
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
(4) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοιοτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτή που κυοφορεί δίδυμα, αυτή που γεννά δίδυμα, σε Ανθ. | |lsmtext='''δοιοτόκος:''' -ον ([[τίκτω]]), αυτή που κυοφορεί δίδυμα, αυτή που γεννά δίδυμα, σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοιοτόκος:''' породивший двоих ([[νηδύς]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A bearing twins, prob. in AP7.742 (Apollonid.).
German (Pape)
[Seite 652] die Zwillinge geboren hat, Conj. für δυοτόκος, s. δισσοτόκος.
Greek (Liddell-Scott)
δοιοτόκος: -ον, ὁ γεννῶν δύο, δίδυμα, Ἀνθ. ΙΙ. 7, 742 (Jacobs δισσοτ-).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui engendre ou enfante des jumeaux.
Étymologie: δοιός, τίκτω.
Spanish (DGE)
-ον que pare gemelos, AP 7.742 (Apollonid.).
Greek Monolingual
δοιοτόκος, η (Α)
η διδυμοτόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δοιοί + -τοκος < τίκτω.
Greek Monotonic
δοιοτόκος: -ον (τίκτω), αυτή που κυοφορεί δίδυμα, αυτή που γεννά δίδυμα, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δοιοτόκος: породивший двоих (νηδύς Anth.).