διχορραγής: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(4)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''δῐχορρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), [[σπασμένος]], σκασμένος στα [[δύο]], σε Ευρ.
|lsmtext='''δῐχορρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), [[σπασμένος]], σκασμένος στα [[δύο]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''διχορρᾰγής:''' расколотый надвое ([[κίων]] Eur.).
}}
}}

Revision as of 18:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῐχορρᾰγής Medium diacritics: διχορραγής Low diacritics: διχορραγής Capitals: ΔΙΧΟΡΡΑΓΗΣ
Transliteration A: dichorragḗs Transliteration B: dichorragēs Transliteration C: dichorragis Beta Code: dixorragh/s

English (LSJ)

ές, (ῥήγνυμι)

   A broken in twain, E.HF1008 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
brisé en deux.
Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.

Spanish (DGE)

(δῐχορρᾰγής) -ές partido en dos (κίων) E.Herc.1008.

Greek Monolingual

διχορραγής, -ές (Α)
ο σπασμένος στα δύο.

Greek Monotonic

δῐχορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), σπασμένος, σκασμένος στα δύο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

διχορρᾰγής: расколотый надвое (κίων Eur.).