διχορραγής: Difference between revisions
From LSJ
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δῐχορρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), [[σπασμένος]], σκασμένος στα [[δύο]], σε Ευρ. | |lsmtext='''δῐχορρᾰγής:''' -ές ([[ῥήγνυμι]]), [[σπασμένος]], σκασμένος στα [[δύο]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''διχορρᾰγής:''' расколотый надвое ([[κίων]] Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ές, (ῥήγνυμι)
A broken in twain, E.HF1008 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
δῐχορρᾰγής: -ές, (ῥήγνυμι) εἰς δύο τεθραυσμένος, κίων Εὐρ. Η. Μ. 1009.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
brisé en deux.
Étymologie: δίχα, ῥήγνυμι.
Spanish (DGE)
(δῐχορρᾰγής) -ές partido en dos (κίων) E.Herc.1008.
Greek Monolingual
διχορραγής, -ές (Α)
ο σπασμένος στα δύο.
Greek Monotonic
δῐχορρᾰγής: -ές (ῥήγνυμι), σπασμένος, σκασμένος στα δύο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
διχορρᾰγής: расколотый надвое (κίων Eur.).