δυσανάτρεπτος: Difference between revisions
τὸν καπνὸν φεύγων εἰς τὸ πῦρ ἐνέπεσεν → out of the frying pan into the fire, from the frying pan into the fire
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσανάτρεπτος:''' -ον ([[ἀνατρέπω]]), αυτός που δύσκολα ανατρέπεται, σε Πλούτ. | |lsmtext='''δυσανάτρεπτος:''' -ον ([[ἀνατρέπω]]), αυτός που δύσκολα ανατρέπεται, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσανάτρεπτος:''' с трудом свергаемый, незыблемый ([[δύναμις]] Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 18:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hard to overthrow, δύναμις Plu.Caes.4, cf. Gal. 18(1).604.
German (Pape)
[Seite 675] schwer umzustoßen; δύναμις Plut. Caes. 4.
Greek (Liddell-Scott)
δυσανάτρεπτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἀνατρεπόμενος, Πλούτ. Καίσ. 4, Γαλην. 12, 407.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à renverser.
Étymologie: δυσ-, ἀνατρέπω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de darse la vuelta fig. difícil de cambiar δύναμις ref. a la influencia política, Plu.Caes.4, λόγος Sch.S.Ai.1108bCh.
•neutr. subst. τὸ δ. ... τῆς Ἰησοῦ ψυχῆς Didym.in Ps.148.9.
2 difícil de derribar neutr. compar. como adv. δυσανατρεπτότερον ἵστασθαι Gal.18(1).604.
Greek Monolingual
δυσανάτρεπτος, -ον (Α)
αυτός που δύσκολα ανατρέπεται.
Greek Monotonic
δυσανάτρεπτος: -ον (ἀνατρέπω), αυτός που δύσκολα ανατρέπεται, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
δυσανάτρεπτος: с трудом свергаемый, незыблемый (δύναμις Plut.).