δοριλύμαντος: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(9) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δοριλύμαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο. | |mltxt=[[δοριλύμαντος]], -ον (Α)<br />αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοριλύμαντος:''' уничтоженный с помощью копья (Δαναῶν μόχθοι Aesch.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ον,
A destroyed by the spear, A.Fr.131.2 (anap.).
Greek (Liddell-Scott)
δορῐλύμαντος: [ῡ], -ον, διὰ τοῦ δόρατος καταστραφείς, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 128.
Spanish (DGE)
(δορῐλύμαντος) -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
que aflige con la lanza δοριλύμαντοι Δαναῶν μόχθοι penalidades de guerra que afligen a los dánaos A.Fr.131.2.
Greek Monolingual
δοριλύμαντος, -ον (Α)
αυτός που καταστράφηκε με δόρατα, με πόλεμο.
Russian (Dvoretsky)
δοριλύμαντος: уничтоженный с помощью копья (Δαναῶν μόχθοι Aesch.).