δοριπτοίητος: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δοριπτοίητος:''' -ον ([[πτοιέω]]), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το [[δόρυ]], τρομάζει απ' τη [[μάχη]], σε Ανθ. | |lsmtext='''δοριπτοίητος:''' -ον ([[πτοιέω]]), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το [[δόρυ]], τρομάζει απ' τη [[μάχη]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δοριπτοίητος:''' разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A scattered by the spear, AP7.297 (Polystr.).
Greek (Liddell-Scott)
δοριπτοίητος: -ον, πτοηθεὶς καὶ διασκορπισθεὶς διὰ τοῦ δόρατος, Ἀνθ. Π. 7. 297.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
frappé d’un coup de lance.
Étymologie: δόρυ, πτοιέω.
Spanish (DGE)
-ον esparcido por la lanza ὄστεα AP 7.297 (Polystr.).
Greek Monolingual
δοριπτοίητος, -ον (Α)
φοβισμένος και διασκορπισμένος από τα δόρατα.
Greek Monotonic
δοριπτοίητος: -ον (πτοιέω), αυτός που διαλύεται, διασκορπίζεται από το δόρυ, τρομάζει απ' τη μάχη, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
δοριπτοίητος: разбросанный копьем (νεκρῶν ὀστέα Anth.).