δυσπρόσδεκτος: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(10) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δυσπρόσδεκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα γίνεται [[αποδεκτός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα αποδέχεται [[κάτι]]. | |mltxt=[[δυσπρόσδεκτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δύσκολα γίνεται [[αποδεκτός]]<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δύσκολα αποδέχεται [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσπρόσδεκτος:''' неприятный, тягостный (λυπηρὸς καὶ δ. Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A hardly admitted, disagreeable, Plu.2.39d. II Act., disinclined to entertain, διαβολῆς M.Ant.1.5.
German (Pape)
[Seite 688] 1) schwer annehmend, glaubend, τινός, M. Anton. 1, 5. – 2) schwer anzunehmen, lästig, Plut., καὶ ἀηδής audit. 4, καὶ λυπηρός de virt. et vit. A (p. 312).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπρόσδεκτος: -ον, δυσκόλως γινόμενος ἀποδεκτός, δυσάρεστος, Πλούτ. 2. 39D. ΙΙ. ἐνεργ., δυσκόλως ἀποδεχόμενός τι, Μ. Ἀντων. 1. 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qu’on admet avec peine, désagréable, fâcheux;
2 qui admet avec peine, gén..
Étymologie: δυσ-, προσδέχομαι.
Spanish (DGE)
-ον
inaceptable, desagradable φθόνος ... δυσπρόσδεκτα ποιῶν τὰ ὠφέλιμα Plu.2.39d, cf. 100e
•neutr. subst. τὸ δ. c. gen. obj. τὸ δ. διαβολῆς la resistencia a escuchar la calumnia M.Ant.1.5.
Greek Monolingual
δυσπρόσδεκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα γίνεται αποδεκτός
2. εκείνος που δύσκολα αποδέχεται κάτι.
Russian (Dvoretsky)
δυσπρόσδεκτος: неприятный, тягостный (λυπηρὸς καὶ δ. Plut.).