ἔγχρυσος: Difference between revisions
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
(10) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔγχρυσος]], -ον (Α)<br />επιχρυσωμένος, χρυσωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει. | |mltxt=[[ἔγχρυσος]], -ον (Α)<br />επιχρυσωμένος, χρυσωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἔγχρῡσος:''' золотистый ([[λίθος]] ἔγχρυσον πρόσοψιν παρεχόμενος Diod.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:08, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A golden, ὅπλον Schwyzer647.35 (Cyme, i A.D.); στολή Philostr.Im.1.22; πρόσοψις D.S.3.39.
German (Pape)
[Seite 714] vergoldet, πρόσοψις, wie Gold, D. Sic. 3, 39, u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔγχρῡσος: -ον, χρυσοῦς, ὅπλον Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 35· στολὴ Φιλόστρ. 796 πρόσοψις Διόδ. 3. 39.
Spanish (DGE)
-ον
dorado εἰκὼν γραπτὰ ἐν ὅπλῳ ἐνχρύσῳ retrato pintado sobre un escudo dorado, IKyme 19.35 (I a./d.C.)
•con reflejos de oro στολή Philostr.Im.1.22, πρόσοψις del topacio, Agatharch.82.
Greek Monolingual
ἔγχρυσος, -ον (Α)
επιχρυσωμένος, χρυσωμένος
αρχ.
αυτός που μοιάζει με χρυσό, που χρυσίζει.
Russian (Dvoretsky)
ἔγχρῡσος: золотистый (λίθος ἔγχρυσον πρόσοψιν παρεχόμενος Diod.).