ἐθελόπορνος: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(10)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐθελόπορνος]], -ον (Α)<br /><i>ἡ [[ἐθελόπορνος]]<br />αυτή που παραδίνεται με τη [[θέληση]] της στην [[πορνεία]].
|mltxt=[[ἐθελόπορνος]], -ον (Α)<br /><i>ἡ [[ἐθελόπορνος]]<br />αυτή που παραδίνεται με τη [[θέληση]] της στην [[πορνεία]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐθελόπορνος:''' склонный к разврату Anacr.
}}
}}

Revision as of 19:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐθελόπορνος Medium diacritics: ἐθελόπορνος Low diacritics: εθελόπορνος Capitals: ΕΘΕΛΟΠΟΡΝΟΣ
Transliteration A: ethelópornos Transliteration B: ethelopornos Transliteration C: ethelopornos Beta Code: e)qelo/pornos

English (LSJ)

ον,

   A voluntary catamite, Anacr.21.7.

German (Pape)

[Seite 718] der Hurerei aus eigener Neigung ergeben, Anacr. bei Ath. XII, 533 f.

Greek (Liddell-Scott)

ἐθελόπορνος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἑκουσίως εἰς πορνείαν δεδομένη, ἀρτοπώλῃσιν κἠθελοπόρνοισιν ὁμιλέων ὁ πονηρὸς Ἀρτέμων Ἀνακρ. παρ’ Ἀθην. 533F.

Spanish (DGE)

-ον
prostituido por vicio subst. κἀθελοπόρνοισιν ὁμιλέων Anacr.82.5.

Greek Monolingual

ἐθελόπορνος, -ον (Α)
ἐθελόπορνος
αυτή που παραδίνεται με τη θέληση της στην πορνεία.

Russian (Dvoretsky)

ἐθελόπορνος: склонный к разврату Anacr.