εἰκαστής: Difference between revisions
θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → it is grasped only by means of an ignorance superior to intellection, it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εἰκαστής:''' -οῦ, ὁ, ([[εἰκάζω]]), αυτός που υποθέτει, [[μάντης]], [[προφήτης]], [[τῶν]] μελλόντων, σε Θουκ. | |lsmtext='''εἰκαστής:''' -οῦ, ὁ, ([[εἰκάζω]]), αυτός που υποθέτει, [[μάντης]], [[προφήτης]], [[τῶν]] μελλόντων, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εἰκαστής:''' οῦ ὁ высказывающий предположение (τῶν μελλόντων [[ἄριστος]] εἰ. Thuc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 19:32, 31 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A one who conjectures, diviner, τῶν μελλόντων Th.1.138, cf. J.AJ18.9.2. II one who portrays, represents, ἀληθείας D.H.Isoc.11, cf. Lys.19.
German (Pape)
[Seite 726] ὁ, der Etwas vermuthet, Errather, τῶν μελλόντων Thuc. 1, 138.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκαστής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰκάζων, μαντεύων, προλέγων, τῶν μελλόντων Θουκ. 1. 138, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 18. 9, 2.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
qui conjecture, gén..
Étymologie: εἰκάζω.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 que hace conjeturas sobre el porvenir, c. gen. obj. τῶν μελλόντων ... ἄριστος εἰ. Th.1.138, cf. I.AI 18.321, Gr.Naz.M.36.268C.
2 que representa c. gen. obj. τῆς ἀληθείας ... εἰ. de Lisias, D.H.Isoc.11.5, cf. Lys.19.2.
Greek Monolingual
εἰκαστής, ο (Α) εικάζω
1. αυτός που μαντεύει
2. αυτός που απεικονίζει ή παριστάνει
3. ζωγράφος.
Greek Monotonic
εἰκαστής: -οῦ, ὁ, (εἰκάζω), αυτός που υποθέτει, μάντης, προφήτης, τῶν μελλόντων, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
εἰκαστής: οῦ ὁ высказывающий предположение (τῶν μελλόντων ἄριστος εἰ. Thuc.).