ἐνεπάγομαι: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δὲ πείσεται εἰς ἀγαθόν περ → he will obey you to his profit, he will obey you for his own good end
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνεπάγομαι:''' Μέσ., [[πραγματοποιώ]] [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]], σε Αίσωπ. | |lsmtext='''ἐνεπάγομαι:''' Μέσ., [[πραγματοποιώ]] [[επιδρομή]], [[εισβάλλω]], σε Αίσωπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνεπάγομαι:''' врываться, бросаться Aesop. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:56, 31 December 2018
English (LSJ)
[ᾰ], Med.,
A atlack, Aesop.234.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνεπάγομαι: μέσ., εἰσορμῶ, σαλπίσας ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο δάκνων τὰ περὶ τὰς ῥῖνας αὐτοῦ ἄτριχα πρόσωπα Αἰσώπου Μῦθ. 234 (146 ἔκδ. Κοραῆ).
French (Bailly abrégé)
impf. 3ᵉ sg. ἐνεπήγετο;
s’élancer sur.
Étymologie: ἐν, ἐπάγομαι.
Spanish (DGE)
atacar, acometer ὁ κώνωψ ἐνεπήγετο a un león, Aesop.267.
Greek Monolingual
ἐνεπάγομαι (Α)
εισορμώ, εφορμώ.
Greek Monotonic
ἐνεπάγομαι: Μέσ., πραγματοποιώ επιδρομή, εισβάλλω, σε Αίσωπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐνεπάγομαι: врываться, бросаться Aesop.