ἐντορνεύω: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[ἐντορνεύω]])<br />[[σχηματίζω]] κοιλότητες με τόρνο, [[τορνεύω]] [[κάτι]] εσωτερικά, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με τόρνο, το [[περνώ]] από τόρνο.
|mltxt=(Α [[ἐντορνεύω]])<br />[[σχηματίζω]] κοιλότητες με τόρνο, [[τορνεύω]] [[κάτι]] εσωτερικά, [[κατασκευάζω]] [[κάτι]] με τόρνο, το [[περνώ]] από τόρνο.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντορνεύω:''' Plut. = [[ἐντορεύω]].
}}
}}

Revision as of 19:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντορνεύω Medium diacritics: ἐντορνεύω Low diacritics: εντορνεύω Capitals: ΕΝΤΟΡΝΕΥΩ
Transliteration A: entorneúō Transliteration B: entorneuō Transliteration C: entorneyo Beta Code: e)ntorneu/w

English (LSJ)

   A turn by the lathe, in pf. Pass. ἐντετορνεύσθω Hero Aut. 16.2.

German (Pape)

[Seite 857] eindrechseln, oft v. l. des Vor.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντορνεύω: κατασκευάζω διὰ τοῦ τόρνου, Ἥρων Αὐτομ. 259. 19· ἴδε τὸ προηγ.

Spanish (DGE)

1 mec. trabajar al torno en perf. pas. ἐντετορνεύσθω σωλήν Hero Aut.16.2.
2 cincelar, grabar ἐν ταῖς θύραις ... τὰς τῶν εἰδώλων μορφάς Cyr.Al.M.70.1261A, cf. Dial.Trin.1.412d, en v. pas. Μωσῆς ... ἐν ταῖς πλαξὶν δέκα λόγους ... ἐντορνευθέντας ἐδέξατο Ps.Caes.46.8, λατρείαν, ᾗ δὴ μάλιστα τὸ τῆς ἀληθείας ἐντετόρνευται κάλλος adoración en la que precisamente la belleza de la verdad está grabada Cyr.Al.M.70.1373B.
3 fig. infligir ὅτι καὶ λύπας ἐντορνεύουσιν ὑποταράττοντες τὸ ἡγεμονικόν Nil.M.79.1133B.

Greek Monolingual

ἐντορνεύω)
σχηματίζω κοιλότητες με τόρνο, τορνεύω κάτι εσωτερικά, κατασκευάζω κάτι με τόρνο, το περνώ από τόρνο.

Russian (Dvoretsky)

ἐντορνεύω: Plut. = ἐντορεύω.