ἔντμημα: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἐν τῷ σώματι ἀποκρινόμενα → bodily secretions

Source
(4)
(2)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔντμημα:''' -ατος, τό ([[ἐντέμνω]]), [[εντομή]], [[χαραματιά]], [[εγκοπή]], [[χαρακιά]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἔντμημα:''' -ατος, τό ([[ἐντέμνω]]), [[εντομή]], [[χαραματιά]], [[εγκοπή]], [[χαρακιά]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔντμημα:''' ατος τό разрез, надрез (ἐντμήματα μὴ [[βαθέα]] Xen.).
}}
}}

Revision as of 19:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντμημα Medium diacritics: ἔντμημα Low diacritics: έντμημα Capitals: ΕΝΤΜΗΜΑ
Transliteration A: éntmēma Transliteration B: entmēma Transliteration C: entmima Beta Code: e)/ntmhma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A cut in a thing, incision, notch, X.Cyn.2.7.

German (Pape)

[Seite 856] τό, der Einschnitt, Xen. Cyn. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντμημα: τό, ἐντομή, Ξεν. Κυν. 2. 7.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
morceau coupé, entaille, incision.
Étymologie: ἐντέμνω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
hendidura, incisión αἱ δὲ (σχαλίδες) ... ἔχουσαι ... τὰ ἐντμήματα μὴ βαθέα las estacas que tienen hendiduras poco profundas X.Cyn.2.7.

Greek Monolingual

ἔντμημα, το (Α)
εντομή.

Greek Monotonic

ἔντμημα: -ατος, τό (ἐντέμνω), εντομή, χαραματιά, εγκοπή, χαρακιά, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔντμημα: ατος τό разрез, надрез (ἐντμήματα μὴ βαθέα Xen.).