ἔντριψις: Difference between revisions

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source
(4)
(2)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἔντριψις:''' -εως, ἡ ([[ἐντρίβω]]), [[τρίψιμο]], [[προστριβή]], σε Ξεν.
|lsmtext='''ἔντριψις:''' -εως, ἡ ([[ἐντρίβω]]), [[τρίψιμο]], [[προστριβή]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''ἔντριψις:''' εως ἡ втирание (χρώματος Xen.).
}}
}}

Revision as of 20:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντριψις Medium diacritics: ἔντριψις Low diacritics: έντριψις Capitals: ΕΝΤΡΙΨΙΣ
Transliteration A: éntripsis Transliteration B: entripsis Transliteration C: entripsis Beta Code: e)/ntriyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A rubbing in, of cosmetics, X.Cyr.1.3.2; ἀσβόλου Hld.6.11.    II cosmetic, Ael.VH12.1.

German (Pape)

[Seite 858] ἡ, das Einreiben, bes. χρώματος, das Schminken, Xen. Cyr. 1, 3, 2 u. Sp., wie Heliod. 6, 11; die Schminke selbst, Ael. V. H. 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντριψις: -εως, ἡ, τὸ ἐντρίβειν ψιμύθιονἄλλο τι εἰς τὸ πρόσωπον, κεκοσμημένον καὶ ὀφθαλμῶν ὑπογραφῇ καὶ χρώματος ἐντρίψει Ξεν. Κύρ. 1. 3, 2. ΙΙ. ψιμύθιον, ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 12.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 action d’oindre, particul. de farder;
2 p. ext. fard.
Étymologie: ἐντρίβω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 untura, aplicación gener. de cosméticos κεκοσμημένος χρώματος ἐντρίψει X.Cyr.1.3.2, cf. Anat.Exc.3, ἀσβόλου τε ἐντρίψει καὶ πηλοῦ καταχρίσει μολύνασα (τὸ πρόσωπον) Hld.6.11.3.
2 concr. cosmético, afeite διαπεποικιλμέναι τὰ πρόσωπα ἐντρίψεσι καὶ φαρμάκοις Ael.VH 12.1.

Greek Monotonic

ἔντριψις: -εως, ἡ (ἐντρίβω), τρίψιμο, προστριβή, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἔντριψις: εως ἡ втирание (χρώματος Xen.).