ἐξαποδύνω: Difference between revisions
From LSJ
τούτου μὲν τοῦ ἀνθρώπου ἐγὼ σοφώτερός εἰμι → I am wiser than this man
(4) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐξαποδύνω:''' [ῡ], [[αφαιρώ]], [[βγάζω]], <i>εἵματα</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''ἐξαποδύνω:''' [ῡ], [[αφαιρώ]], [[βγάζω]], <i>εἵματα</i>, σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐξαποδύνω:''' раздевать, снимать (εἵματα Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A put off, εἵματα Od.5.372. ἐξαποίνασθαι, v. ἐξαπαιολεῖσθαι.
German (Pape)
[Seite 871] sich ausziehen, εἵματα Od. 5, 372.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαποδύνω: ἀπεκδύομαι, εἵματα δ’ ἐξαπέδυνε Ὀδ. Ε. 372.
French (Bailly abrégé)
seul. impf. 3ᵉ sg. ἐξαπέδυνε;
dépouiller de, avec double acc..
Étymologie: ἐξ, ἀποδύνω.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
quitarse εἵματα δ' ἐξαπέδυνε Od.5.372.
Greek Monolingual
ἐξαποδύνω (Α)
βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι («εἵματα δ' ἐξαπέδυνε» — έβγαλε τα ρούχα του, πέταξε τα φορέματα, Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + αποδύνω «γδύνω», παράλλ. τ. του απο-δύω].
Greek Monotonic
ἐξαποδύνω: [ῡ], αφαιρώ, βγάζω, εἵματα, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαποδύνω: раздевать, снимать (εἵματα Hom.).