ἐξαιρέσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Θέλομεν καλῶς ζῆν πάντες, ἀλλ' οὐ δυνάμεθα → Bene vivere omnes volumus, at non possumus → Gut leben wollen wir alle, doch wir können es nicht

Menander, Monostichoi, 236
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαιρέσιμος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («[[ἐξαιρέσιμος]] [[νεοσύλλεκτος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξαιρέσιμη [[ημέρα]]» — μη εργάσιμη, [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το [[ημερολόγιο]] για να υπάρχει [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] ηλιακού και σεληνιακού έτους.
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἐξαιρέσιμος]], -ον) [[εξαιρώ]]<br />αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («[[ἐξαιρέσιμος]] [[νεοσύλλεκτος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «εξαιρέσιμη [[ημέρα]]» — μη εργάσιμη, [[αργία]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το [[ημερολόγιο]] για να υπάρχει [[συμφωνία]] [[μεταξύ]] ηλιακού και σεληνιακού έτους.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξαιρέσιμος:''' подлежащий устранению: ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι Arst. избыточные дни (которые исключались для приведения лунного года в соответствие с солнечным).
}}
}}

Revision as of 20:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαιρέσιμος Medium diacritics: ἐξαιρέσιμος Low diacritics: εξαιρέσιμος Capitals: ΕΞΑΙΡΕΣΙΜΟΣ
Transliteration A: exairésimos Transliteration B: exairesimos Transliteration C: eksairesimos Beta Code: e)caire/simos

English (LSJ)

ον, (ἐξαιρέω)

   A that can be taken out, ἡμέραι ἐ. days taken out of the calendar, Arist.Oec.1351b15, cf. Cic.Verr.2.2.52.129.

German (Pape)

[Seite 863] herauszunehmen, ἡμέραι Arist. oec. 2, 29; im Ggstz der Schalttage, die man ausfallen läßt, um die Zeitrechnung mit dem Laufe der Sonne u. des Mondes in Uebereinstimmung zu bringen, Cic. Verr. 2, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαιρέσιμος: -ον, (ἐξαιρέω) ὁ ἐξαιρούμενος, ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι, αἱ ἀφαιρούμεναι ἀπὸ τοῦ ἡμερολογίου (ὡς ἐποίει ὁ Μέτων ἀφαιρῶν ἀνὰ μίαν ἡμέραν ἐκ τῶν ἕξ μηνῶν τοῦ ἐνιαυτοῦ ὅπως ἐπενέγκῃ συμφωνίαν μεταξὺ τοῦ ἡλιακοῦ καὶ τοῦ σεληνιακοῦ ἔτους), Ἀριστ. Οἰκ. 2. 30, 3˙ ἴδε Cic. Verr. 2. 2, 52, Clinton F. H. 2. s. 339, κἑξ. Ἴδε ἐμβόλιμος.

Spanish (DGE)

-ον
que se quita, extrae o suprime ref. a días suprimidos del calendario en diversos ciclos οὐδὲ γίνεται ἐ. ἡ τριακὰς διὰ παντός, ἀλλ' ἡ διὰ τῶν ξ̅γ̅ ἡμερῶν πίπτουσα ἐ. λέγεται no resulta suprimido siempre el (día) treinta (del mes), sino que al que cae cada 63 días se le llama «extraído» Gem.8.56, cf. 55, Arist.Oec.1351b15, Cic.2Verr.2.129, λίθος Str.17.1.33, cf. Eust.210.3.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐξαιρέσιμος, -ον) εξαιρώ
αυτός που εξαιρείται ή που μπορεί να εξαιρεθεί
νεοελλ.
1. αυτός που έχει ουσιαστικούς λόγους για να εξαιρεθεί («ἐξαιρέσιμος νεοσύλλεκτος»)
2. φρ. «εξαιρέσιμη ημέρα» — μη εργάσιμη, αργία
αρχ.
φρ. «ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι» — αυτές που εξαιρούνται από το ημερολόγιο για να υπάρχει συμφωνία μεταξύ ηλιακού και σεληνιακού έτους.

Russian (Dvoretsky)

ἐξαιρέσιμος: подлежащий устранению: ἐξαιρέσιμοι ἡμέραι Arst. избыточные дни (которые исключались для приведения лунного года в соответствие с солнечным).