ἐντεσιεργός: Difference between revisions
Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily
(4) |
(2) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐντεσιεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που δουλεύει σε [[ζυγό]], [[υποζύγιος]], <i>ἡμίονοι ἐντ</i>., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐντεσιεργός:''' -όν ([[ἔργον]]), αυτός που δουλεύει σε [[ζυγό]], [[υποζύγιος]], <i>ἡμίονοι ἐντ</i>., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν [[άμαξα]], σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐντεσιεργός:''' работающий в сбруе, т. е. упряжной ([[ἡμίονος]] Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:08, 31 December 2018
English (LSJ)
όν,
A working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.
German (Pape)
[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.
Greek Monolingual
ἐντεσιεργός, -όν (Α)
(για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.).
Greek Monotonic
ἐντεσιεργός: -όν (ἔργον), αυτός που δουλεύει σε ζυγό, υποζύγιος, ἡμίονοι ἐντ., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἐντεσιεργός: работающий в сбруе, т. е. упряжной (ἡμίονος Hom.).