ἐπαγγελτικός: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(12)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγγελτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να δίνει υποσχέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[επαγγελία]], για [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> ο επηγγελμένος, ο [[υπεσχημένος]] <b>επιγρ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έπαγγελτικώς</i><br />με τρόπο υποσχετικό.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἐπαγγελτικός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει τη [[συνήθεια]] να δίνει υποσχέσεις<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται για [[επαγγελία]], για [[υπόσχεση]]<br /><b>3.</b> ο επηγγελμένος, ο [[υπεσχημένος]] <b>επιγρ.</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>έπαγγελτικώς</i><br />με τρόπο υποσχετικό.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπαγγελτικός:''' <b class="num">1)</b> склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);<br /><b class="num">2)</b> претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι [[εἰπεῖν]] Arst. делать чрезмерно смелое заявление.
}}
}}

Revision as of 20:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαγγελτικός Medium diacritics: ἐπαγγελτικός Low diacritics: επαγγελτικός Capitals: ΕΠΑΓΓΕΛΤΙΚΟΣ
Transliteration A: epangeltikós Transliteration B: epangeltikos Transliteration C: epaggeltikos Beta Code: e)paggeltiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A given to promising, ἐπεκλήθη Δώσων ὡς ἐ. Plu.Aem.8; also [λόγος] πρὸς τοὺς πολλοὺς ἐ. Phld.Rh.2.2.S., cf. Iamb.Myst.3.30. Adv. -κῶς Ath.Mech.15.9: Comp. -κώτερον, εἰπεῖν too professorially, Arist.Rh.1398b30.    2 promised, οὐ δύνασθαι τελεῖν τὸ ἐ. ἀργύριον SIG832.7 (Epist. Hadr.).

German (Pape)

[Seite 893] ή, όν, versprechend, der immer verspricht, aber Nichts hält, Plut. Aem. Paul. 8; ἐπαγγελτικώτερον εἰπών, mehr versprechend, d. i. kecker, Arist rhet. 2, 23

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαγγελτικός: -ή, -όν, ἔχων συνήθειαν νὰ ἐπαγγέλληται, νὰ ὑπισχνῆται, ἐπεκλήθη δὲ (ὁ Ἀντίγονος) Δώσων, ὡς ἐπαγγελτικὸς μέν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Πλουτ. Αἰμιλ. Παῦλ. 8· ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπόντα, μετὰ ὑπερτόλμων διαβεβαιώσεων, Ἀριστ. Ρητ. 2. 23, 11· -ἐπαγγελτικῶς, ὑποσχετικῶς, Γραμματ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui promet beaucoup;
2 présomptueux;
Cp. ἐπαγγελτικώτερος.
Étymologie: ἐπαγγέλλω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐπαγγελτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει τη συνήθεια να δίνει υποσχέσεις
2. αυτός που γίνεται για επαγγελία, για υπόσχεση
3. ο επηγγελμένος, ο υπεσχημένος επιγρ..
επίρρ...
έπαγγελτικώς
με τρόπο υποσχετικό.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαγγελτικός: 1) склонный делать посулы, не скупящийся на обещания (ἐ. μὲν, οὐ τελεσιουργὸς δὲ τῶν ὑποσχέσεων Plut.);
2) претенциозный: ἐπαγγελτικώτερόν τι εἰπεῖν Arst. делать чрезмерно смелое заявление.