ἐξείλησις: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
(12)
(2)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξείλησις]], η (Α) [[εξειλώ]]<br />το να ξεφεύγει [[κάποιος]] από [[λαβή]], [[απαλλαγή]].
|mltxt=[[ἐξείλησις]], η (Α) [[εξειλώ]]<br />το να ξεφεύγει [[κάποιος]] από [[λαβή]], [[απαλλαγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐξείλησις:''' εως ἡ (о борцах) высвобождение, освобождение (αὐχένων καὶ [[χειρῶν]] καὶ πλευρῶν Plat.).
}}
}}

Revision as of 20:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξείλησις Medium diacritics: ἐξείλησις Low diacritics: εξείλησις Capitals: ΕΞΕΙΛΗΣΙΣ
Transliteration A: exeílēsis Transliteration B: exeilēsis Transliteration C: ekseilisis Beta Code: e)cei/lhsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A release, escape from, αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν, in wrestling, Pl.Lg.796a.

German (Pape)

[Seite 875] ἡ, das Herauswickeln, χειρῶν, beim Ringen, Plat. Legg. VII, 796 a.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξείλησις: -εως, ἡ, τὸ ἐκφεύγειν, ἀπαλλάσσεσθαι, τὰ δὲ απ’ ὀρθῆς πάλης, ἀπ’ αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν ἐξειλήσεως Πλάτ. Νόμ. 796Α.

Greek Monolingual

ἐξείλησις, η (Α) εξειλώ
το να ξεφεύγει κάποιος από λαβή, απαλλαγή.

Russian (Dvoretsky)

ἐξείλησις: εως ἡ (о борцах) высвобождение, освобождение (αὐχένων καὶ χειρῶν καὶ πλευρῶν Plat.).