ἐπιβύστρα: Difference between revisions

From LSJ

ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ βλέπων γυναῖκα πρὸς τὸ ἐπιθυμῆσαι αὐτὴν ἤδη ἐμοίχευσεν αὐτὴν ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτοῦ → But I am telling you that anyone who looks at a woman to the extent of lusting after her has already committed adultery with her in his heart (Matthew 5:28)

Source
(13)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[ἐπιβύστρα]])<br />[[βύσμα]], βούλωμα<br /><b>νεοελλ.</b><br />η οπή για την [[εμπύρευση]] τών παλαιών πυροβόλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[βύστρα]] ([[παράλληλος]] τ. της λ. [[βύσμα]] «[[πώμα]], [[βούλλωμα]]»].
|mltxt=η (Α [[ἐπιβύστρα]])<br />[[βύσμα]], βούλωμα<br /><b>νεοελλ.</b><br />η οπή για την [[εμπύρευση]] τών παλαιών πυροβόλων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[βύστρα]] ([[παράλληλος]] τ. της λ. [[βύσμα]] «[[πώμα]], [[βούλλωμα]]»].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπιβύστρα:''' ἡ затычка, пробка Luc.
}}
}}

Revision as of 20:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιβύστρα Medium diacritics: ἐπιβύστρα Low diacritics: επιβύστρα Capitals: ΕΠΙΒΥΣΤΡΑ
Transliteration A: epibýstra Transliteration B: epibystra Transliteration C: epivystra Beta Code: e)pibu/stra

English (LSJ)

ἡ,

   A stopper, stoppage, ὤτων Luc.Lex.1.

German (Pape)

[Seite 931] ἡ, das Verstopfende, der Pfropfen, Luc. Lexiph. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιβύστρα: ἡ, ἡ ἐπιβύουσα, ἀποφράττουσα, ἀπέστω δὲ (ἐκ τῶν ὤτων) ἡ ἐπιβύστρα ἡ κυψελὶς Λουκ. Λεξιφ. 1.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
bouchon.
Étymologie: ἐπιβύω.

Greek Monolingual

η (Α ἐπιβύστρα)
βύσμα, βούλωμα
νεοελλ.
η οπή για την εμπύρευση τών παλαιών πυροβόλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βύστρα (παράλληλος τ. της λ. βύσμα «πώμα, βούλλωμα»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπιβύστρα: ἡ затычка, пробка Luc.