ἐπικαταρρέω: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπικαταρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Πλούτ. | |lsmtext='''ἐπικαταρρέω:''' μέλ. <i>-ρεύσομαι</i>, [[πέφτω]] πάνω σε, <i>τινί</i>, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπικαταρρέω:''' (aor. pass. ἐπικατερρύην) досл. стекать, перен. опускаться, падать (ἑπτὰ τραύματα λαβὼν πολλοῖς ἐπικατερρύη νεκροῖς Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:24, 31 December 2018
English (LSJ)
A run down, of humours, from the head to other parts, Hp.Aër.3. II. fall down upon, νεκροῖς Plu.Pel.4.
French (Bailly abrégé)
seul. ao. Pass. ἐπικατερρύην;
découler sur, tomber sur, τινι.
Étymologie: ἐπί, καταρρέω.
Greek Monolingual
ἐπικαταρρέω (Α)
1. καταρρέω πάνω σε κάτι
2. (ειδ. για χυμούς) ρέω, κυλώ από το κεφάλι στα υπόλοιπα μέρη του σώματος
3. πέφτω πάνω σε κάτι.
Greek Monotonic
ἐπικαταρρέω: μέλ. -ρεύσομαι, πέφτω πάνω σε, τινί, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταρρέω: (aor. pass. ἐπικατερρύην) досл. стекать, перен. опускаться, падать (ἑπτὰ τραύματα λαβὼν πολλοῖς ἐπικατερρύη νεκροῖς Plut.).