ἐπιλλώπτω: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(13) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιλλώπτω]] (Α) [[έπιλλος]]<br />[[κοιτάζω]] κάποιον κοροϊδευτικά με την [[άκρη]] του ματιού, [[στραβοκοιτάζω]]. | |mltxt=[[ἐπιλλώπτω]] (Α) [[έπιλλος]]<br />[[κοιτάζω]] κάποιον κοροϊδευτικά με την [[άκρη]] του ματιού, [[στραβοκοιτάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπιλλώπτω:''' глядеть искоса (ἐξ ὀφρύος Plut.). | |||
}} | }} |
Revision as of 20:32, 31 December 2018
English (LSJ)
A wink or leer, ἐξ ὀφρύος Plu.2.51c.
German (Pape)
[Seite 958] dasselbe, οἱ κόλακες οὐκ ἀληθινὴν οὐδ' ὠφέλιμον ἀλλ' οἷον ἐπιλλώπτουσαν ἐξ ὀφρύος. παῤῥησίαν προσφέρουσιν Plut. discr. ad. et amic. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλλώπτω: κυττάζω τινὰ σκωπτικῶς διὰ τῶν ἄκρων τῶν ὀφθαλμῶν, «στραβοκυττάζω», Πλούτ. 2. 51C, ἔνθα ἴδε Wyttenb.
French (Bailly abrégé)
seul. part. prés.
regarder de travers.
Étymologie: ἐπί, ἰλλός, ὄψομαι.
Greek Monolingual
ἐπιλλώπτω (Α) έπιλλος
κοιτάζω κάποιον κοροϊδευτικά με την άκρη του ματιού, στραβοκοιτάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλλώπτω: глядеть искоса (ἐξ ὀφρύος Plut.).